- ουσιότης
- οὐσιότης, -ητος, ἡ (ΑΜ) [ουσία]1. η ιδιότητα τής ύπαρξης2. το να έχει κάτι ουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐσιότης — the quality of existence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιότητα — οὐσιότης the quality of existence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιότητος — οὐσιότης the quality of existence fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЛКИНОЙ — АЛКИНОЙ Ἀλκίνους) (2 Я ПОЛ. 2 в. н. э.?), автор написанного по гречески сочинения, известного как «Учебник» или «Сводка платоновской философии» (варианты названия: Ἀλκινόου Διδασκαλικὸς τῶν Πλάτωνος δογμάτων Parisinus gr. 1962, Pinax, f. 146V … Античная философия